- συμβιβάζων
- συμβιβάζωbring togetherpres part act masc nom sgσυμβιβάζωbring togetherpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμβιβάζω — ΝΜΑ συνδιαλλάσσω, συμφιλιώνω (α. «έκαναν πολλές προσπάθειες ώσπου να τους συμβιβάσουν» β. «οἱ δὲ συμβιβάσαντες αὐτοὺς ἦσαν οἵδε», Ηρόδ.) νεοελλ. μέσ. συμβιβάζομαι 1. συγκατατίθεμαι, υποχωρώ (α. «για να αποφύγει μεγαλύτερους κινδύνους,… … Dictionary of Greek
ԽՐԱՏՏՈՒ — (տուի, ուաց.) NBH 1 0993 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 12c ա. ԽՐԱՏՏՈՒ παιδεύων, συμβουλεύων, σύμβουλος, συμβιβάζων instructor, consiliarius եւն. որ եւ ԽՐԱՏԱՏՈՒ. Տուօղ զխրատ եւ զխորհուրդ բարի կամ չար. Խրատ տուօղ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)